- ευθυδρομία
- η (ΑΜ εὐθυδρομία) [ευθύδρομος]1. δρόμος που τελείται σε ευθεία γραμμή2. πορεία προς την ορθή κατεύθυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιθυδρομία — ἰθυδρομία, ἡ (Α) [ιθυδρομώ] ευθυδρομία* … Dictionary of Greek
ορθοδρόμηση — η (Μ ὀρθοδρόμησις) [ορθοδρομώ] το τρέξιμο σε ευθεία γραμμή, ευθυδρομία, ευθυπορία, ορθοδρομία … Dictionary of Greek